Συμβολή στην πάλη του λαού για ανάκτηση των απωλειών του
Το προσχέδιο νόμου που δημοσιοποίησε η κυβέρνηση, οδηγεί σε παραπέρα συρρίκνωση του εργατικού εισοδήματος, καθώς υπονομεύονται οι κλαδικές συμβάσεις
Με κριτήριο τα εργατικά - λαϊκά συμφέροντα, η πρόταση νόμου του ΚΚΕ αποτελεί συμβολή στην πάλη του κινήματος για την ανάκτηση των απωλειών που είχαν οι εργαζόμενοι την περίοδο της κρίσης, για το ξήλωμα όλου του αντεργατικού - αντιλαϊκού πλαισίου που ενισχύθηκε με τα μνημόνια, για την ικανοποίηση των σύγχρονων λαϊκών αναγκών.
Συγκεκριμένα, η πρόταση νόμου του ΚΚΕ: Επαναφέρει τον κατώτερο μισθό στα 751 ευρώ για όλους τους εργαζόμενους, ως βάση για την υπογραφή νέας Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας με ουσιαστικές αυξήσεις, καταργεί τις ενώσεις προσώπων, διασφαλίζει την καθολική ισχύ των συμβάσεων και θωρακίζει τις κλαδικές από κάθε προσπάθεια υπονόμευσης από την εργοδοσία, επαναφέρει τη μετενέργεια, χωρίς χρονικούς περιορισμούς, όπως και το δικαίωμα της μονομερούς προσφυγής των εργαζομένων στη Διαιτησία, επαναφέρει τη 13η και τη 14η σύνταξη, τον 13ο και τον 14ο μισθό στο Δημόσιο, καταργεί τις ελαστικές εργασιακές σχέσεις και όλο το αντεργατικό νομοθετικό πλαίσιο των προηγούμενων χρόνων.
Η αναγκαιότητα να στηριχθεί από το λαό η πρωτοβουλία αυτή του ΚΚΕ επιβεβαιώνεται και από το περιεχόμενο του προσχεδίου νόμου που δημοσιοποίησε το υπουργείο Εργασίας για τον κατώτερο μισθό και τις συλλογικές διαπραγματεύσεις.
Οπως αποδεικνύεται, η μεταρρύθμιση που λέει ότι προωθεί η κυβέρνηση, δεν αντιστρέφει την πορεία συρρίκνωσης του εργατικού εισοδήματος και υπονόμευσης των κλαδικών μισθών, με δεδομένη την τάση που υπάρχει, αυτοί να κατρακυλήσουν στα όρια του κατώτερου μισθού.
Πολύ περισσότερο που στην αγορά εργασίας έχει ήδη διαμορφωθεί μια κατάσταση όπου το 45% των μισθωτών αμείβεται με μισθούς έως και 751 ευρώ, όταν το 2012 το αντίστοιχο ποσοστό ανερχόταν στο 17% του συνόλου των μισθωτών. Στο 45% συμπεριλαμβάνονται εργαζόμενοι με πλήρη απασχόληση και εργαζόμενοι με μορφές ελαστικής εργασίας, που συνεχώς πληθαίνουν.
Η τελική μορφή του νομοσχεδίου παραμένει βέβαια άγνωστη, με δεδομένο ότι τα παζάρια με τους δανειστές και την εργοδοσία βρίσκονται σε εξέλιξη. Σε κάθε περίπτωση, το προσχέδιο που δημοσιοποίησε η κυβέρνηση δεν είναι απλά ένας νόμος που δίνει το χρονοδιάγραμμα για τη σταδιακή αύξηση του κατώτερου μισθού, αλλά επαναπροσδιορίζει συνολικά το καθεστώς των ΣΣΕ στη βάση του προηγούμενου νόμου (1876/1990).
«Γκρίζες ζώνες» από την κυβέρνηση
Ας δούμε ορισμένες πλευρές του προσχεδίου νόμου που δημοσιοποίησε η κυβέρνηση.
-- Δεν προβλέπεται η επαναφορά των κλαδικών συμβάσεων στο ύψος που βρίσκονταν το 2009, ούτε καν η μερική ανάκτηση των μεγάλων απωλειών που είχαν οι εργαζόμενοι τα χρόνια της κρίσης. Δεκάδες δισ. ευρώ, που «γλίτωσαν» οι εργοδότες από τις αλλεπάλληλες μειώσεις στους μισθούς και τη γενίκευση των ελαστικών μορφών απασχόλησης, τους χαρίζονται διά παντός. Οι θυσίες του λαού για την ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας του κεφαλαίου συνεχίζονται και μετά την κυβερνητική εναλλαγή.
-- Δεν υπάρχει καμιά απολύτως πρόβλεψη για τις τριετίες και τις ωριμάνσεις στους μισθούς, που πάγωσαν με την ΠΥΣ το 2012. Οπως είπε ο ίδιος ο υπουργός Εργασίας, το ζήτημα αυτό θα είναι αντικείμενο συζήτησης ανάμεσα σε εργοδότες και εργαζόμενους στις διαπραγματεύσεις για τις Συλλογικές Συμβάσεις, με εκφρασμένη την πρόθεση της εργοδοσίας να απαλλαγεί από το σύνολο ή μέρος της «επιβάρυνσης» που προκαλεί στους κλαδικούς μισθούς η αναγνώριση της προϋπηρεσίας των εργαζομένων. Αν όμως δεν ισχύσουν οι «ωριμάνσεις», τόσο αυτές που διένυσε ένας εργαζόμενος μέχρι το 2012, όσο και εκείνες που θα αρχίσουν να «τρέχουν» μετά την κατάργηση της ΠΥΣ 6/2012, τότε μιλάμε για κατακρήμνιση των κλαδικών μισθών, αφού ο μόνος όρος που δεσμεύει την εργοδοσία είναι να μην υπολείπονται του κατώτερου που ορίζεται κάθε φορά από την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας. Κατά συνέπεια, το σχέδιο νόμου για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις δεν καταργεί τα τετελεσμένα των μνημονίων, δεν επαναφέρει τις απώλειες που συντελέστηκαν στο εργατικό εισόδημα την πενταετία της κρίσης και δεν εμποδίζει τη στρατηγική επιδίωξη του κεφαλαίου να κρατηθεί το συνολικό «μισθολογικό κόστος» όσο γίνεται πιο χαμηλά και ειδικά οι κλαδικοί μισθοί να διαμορφώνονται γύρω από τα επίπεδα του εκάστοτε κατώτερου μισθού.
-- Σε κάθε περίπτωση, ακόμα κι αν ο κατώτερος μισθός ανέβει σταδιακά στα 751 ευρώ μεικτά, δεν παύει να είναι ένας μισθός πείνας, αναντίστοιχος με το κόστος που επωμίζεται μια εργατική - λαϊκή οικογένεια ακόμα και για να επιβιώσει. Με δεδομένο μάλιστα ότι οι μισθοί αποτελούν τη βάση για τον υπολογισμό των συντάξεων, είναι βέβαιο ότι κι αυτές θα συρρικνωθούν ακόμα περισσότερο στο άμεσο μέλλον.
-- Στο προσχέδιο νόμου προβλέπεται ότι ο κατώτερος μισθός θα διαμορφωθεί τον Οκτώβρη του 2015 στα 650 ευρώ περίπου και θα φτάσει στα 751 μετά από 8 μήνες. Σ' αυτό το διάστημα, όσες κλαδικές συμβάσεις υπογραφούν θα έχουν αναφορά τον κατώτερο μισθό των 650 ευρώ, που σημαίνει μεγαλύτερη πίεση από την εργοδοσία στους εργαζόμενους να αποδεχτούν κλαδικούς μισθούς στα όρια της πείνας.
-- Η κυβέρνηση δεν καταργεί καμία από τις ελαστικές μορφές απασχόλησης, οι οποίες αποτελούν από τους βασικούς παράγοντες για την καθήλωση των μισθών. Οι όποιες εξαγγελίες της κυβέρνησης αφορούν το αόριστο μέλλον και δεν προβλέπουν την κατάργηση των ελαστικών μορφών απασχόλησης, αλλά μέτρα για τον ...«εξορθολογισμό» της χρήσης τους από την εργοδοσία.
-- «Παγίδα» φαίνεται πως στήνει η κυβέρνηση στους εργαζόμενους και με την καθιέρωση μιας ακόμα μορφής σύμβασης, της «ομιλικής». Δηλαδή, μπορεί σε έναν όμιλο που έχει εταιρείες σε διάφορους κλάδους να υπογράφεται ΣΣΕ και μ' αυτόν τον τρόπο να διασπάται ακόμα περισσότερο η κλαδική σύμβαση.
-- Από το προσχέδιο νόμου προβλέπεται ότι αντικείμενο της ΣΣΕ μπορεί να είναι και ζητήματα που σχετίζονται με την ίδρυση Επαγγελματικών Ταμείων του νόμου 3029/2002. Με τον τρόπο αυτό, η κυβέρνηση επιχειρεί να δώσει ώθηση στη δημιουργία Επαγγελματικών Ταμείων, στο φόντο συρρίκνωσης της δημόσιας Κοινωνικής Ασφάλισης κατ' απαίτηση του κεφαλαίου και της ΕΕ.