Πίσω
από τον κουρνιαχτό που σήκωσε στις αρχές της περασμένης βδομάδας ο
καβγάς ανάμεσα στη συγκυβέρνηση και τα υπόλοιπα κόμματα της αστικής
διαχείρισης, με αφορμή τη διαφωνία σε διαδικαστικά και δευτερεύοντα
ζητήματα κατά τη διάρκεια της συζήτησης - παρωδία που πραγματοποιήθηκε
στη Βουλή «για ζητήματα που άπτονται της διαπραγμάτευσης», επιχειρήθηκε
να κρυφτεί το γεγονός ότι στο διά ταύτα, και οι μεν και οι δε (πριν, αλλά και μετά τη συνεδρίαση) καλούσαν ο ένας τον άλλο σε «συναίνεση»:
-- Για διάθεση «στήριξης των ελληνικών θέσεων» έκανε λόγο ο πρόεδρος της ΝΔ, Αντ. Σαμαράς.
-- Το παράπονό του ότι ο πρωθυπουργός «δεν πρότεινε να συνεργαστούμε, να συστρατευτούμε, να κάνουμε μια εθνική ομάδα διαπραγμάτευσης όπως έχουμε προτείνει», εξέφρασε ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, Ευ. Βενιζέλος, ενώ η πρώην υπουργός του ΠΑΣΟΚ Εύη Χριστοφιλοπούλου χαρακτήρισε τη συζήτηση στη Βουλή «μια χαμένη ευκαιρία για την επίτευξη συναίνεσης».
-- Στην ανάγκη «συνεννόησης» στάθηκε και το Ποτάμι, κατηγορώντας χαρακτηριστικά την πρόεδρο της Βουλής ότι η στάση και οι ενέργειές της «την καθιστούν μέρος του προβλήματος της ασυνεννοησίας που κυριαρχεί στο πολιτικό σκηνικό και όχι παράγοντα συνεννόησης».
Τα ζητούμενα της «συναίνεσης» και της «συνεννόησης»
Ποια ζητήματα θέτουν τα αστικά επιτελεία όταν προτάσσουν επιτακτικά το ζήτημα της συναίνεσης και της «συνεννόησης»;
-- Πρώτον, το γεγονός ότι σε μια τόσο κρίσιμη διαπραγμάτευση για λογαριασμό του εγχώριου κεφαλαίου, πρέπει όλες οι δυνάμεις του συστήματος, με όλους τους διαύλους και όλες τις δυνατότητές τους, να συστρατεύονται έμπρακτα πίσω από το βασικό ζητούμενο της ελληνικής αστικής τάξης στην παρούσα φάση: Τη διασφάλιση της δυνατότητας μεγαλύτερης κρατικής και ευρωενωσιακής στήριξης στα επενδυτικά σχέδια του εγχώριου κεφαλαίου, μεγαλύτερης στήριξης στις προσπάθειες για ανάκαμψη της κερδοφορίας και της ανταγωνιστικότητάς του.-- Δεύτερον, στο πλαίσιο αυτής της κρίσιμης για το κεφάλαιο διαπραγμάτευσης, η οποία διεξάγεται μέσα σε ένα περιβάλλον εντεινόμενων ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, αλλά και «αβεβαιοτήτων» για την πορεία της καπιταλιστικής ανάπτυξης στα ισχυρότερα καπιταλιστικά κέντρα, το αστικό πολιτικό σύστημα πρέπει να έχει όλες τις δυνατότητες να αναδιαταχθεί, να προσαρμοστεί στις εξελίξεις, όποιες και αν είναι αυτές - είτε επιτευχθεί ένας προσωρινός συμβιβασμός που διασφαλίζει τις βασικές ευρωατλαντικές στρατηγικές επιλογές της ελληνικής αστικής τάξης, είτε οι συνολικότερες εξελίξεις μέσα και έξω από την Ευρωζώνη οδηγήσουν σε διαφορετική εξέλιξη τους ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς. Μπροστά σε ένα τέτοιο ρευστό σκηνικό, τα κυρίαρχα επιτελεία του συστήματος δεν θέλουν με τίποτα βασικοί «παίχτες» του αστικού πολιτικού συστήματος να έχουν «κομμένες γέφυρες» μεταξύ τους...
-- Τρίτον, η «συνεννόηση» των δυνάμεων της αστικής διαχείρισης αποτελεί βασική προϋπόθεση για να εξασφαλίζεται στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό και η «κοινωνική συναίνεση», η στοίχιση των εργατικών - λαϊκών στρωμάτων πίσω από τους «εθνικούς στόχους» του κεφαλαίου. Στόχος διαχρονικός, που αποκτά όμως μεγαλύτερη σημασία στις τρέχουσες συνθήκες, τόσο λόγο της κρισιμότητας των παζαριών που διεξάγονται για τη στήριξη της ανάκαμψης του κεφαλαίου μετά από μια μακρόχρονη κρίση, όσο και γιατί αυτή η ανάκαμψη προϋποθέτει όχι μόνο τη διατήρηση του πυρήνα του αντεργατικού - αντιλαϊκού πλαισίου της προηγούμενης περιόδου, αλλά και την προσθήκη νέων αναδιαρθρώσεων, για τις οποίες ο λογαριασμός και πάλι θα καταλήξει στο λαό...
«Να μη βγάζουμε ο ένας τα μάτια του άλλου...»
Η εν λόγω κίνηση της συγκυβέρνησης, ανεξάρτητα από τους υπαρκτούς διαγκωνισμούς μεταξύ τωρινών και προηγούμενων διαχειριστών της αστικής διακυβέρνησης, είναι συνολικά «βολική» για το σύστημα, αφού συμβάλλει στην αποσιώπηση του γεγονότος ότι τα μνημόνια δεν ήταν η αιτία, αλλά το αποτέλεσμα της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, συγκαλύπτει το γεγονός ότι και η παρούσα συγκυβέρνηση συνεχίζει την εφαρμογή του μνημονίου, ενώ παράλληλα «βγάζει λάδι» την πολιτική της ΕΕ και τις απαιτήσεις του κεφαλαίου, που υλοποιήθηκαν στην Ελλάδα από τα μνημόνια με βίαιο και γρήγορο τρόπο, όμως αποτελούν κατευθύνσεις που εφαρμόζονται σ' όλες τις χώρες - μέλη της ΕΕ.
Παρ' όλα αυτά, τα βασικότερα αστικά επιτελεία διαφωνούν με τη χρονική στιγμή που επιλέχθηκε για την πραγματοποίηση αυτής της κίνησης, και κυρίως το ενδεχόμενο αναζήτησης ποινικών ευθυνών μέσα από αυτή τη διαδικασία, ακριβώς γιατί βλέπουν ότι δυσκολεύει την πολυπόθητη «συνεννόηση» και «συναίνεση» των αστικών πολιτικών δυνάμεων.
«Ερευνα για τα λάθη στην οικονομία και όχι Εξεταστική για το πώς θα βγάζουμε ο ένας τα μάτια του άλλου», ανέφερε χαρακτηριστικά άρθρο της «Καθημερινής» την περασμένη Πέμπτη και όπως πολύ γρήγορα αποδείχθηκε... δεν πήγε στο βρόντο. Την ίδια κιόλας μέρα ο πρωθυπουργός, Αλ. Τσίπρας, παρότι επέμεινε στην κυβερνητική απόφαση για σύσταση εξεταστικής επιτροπής, έσπευσε παράλληλα να εμφανιστεί θετικός στη σαφώς πιο... «συναινετική» πρόταση της Ντόρας Μπακογιάννη να συγκροτηθεί «Επιτροπή σοφών», που θα εξετάσει τις «αδυναμίες των πολιτικών» που εφαρμόστηκαν τα τελευταία 5 χρόνια. Σε επιστολή του ο Αλ. Τσίπρας σημείωσε ότι βρίσκει «εξαιρετικά ενδιαφέρουσα» την εν λόγω πρωτοβουλία.
Σημειωτέον, στο κείμενο της πρότασής της, η Ντ. Μπακογιάννη εξέφραζε τις ενστάσεις της για τη χρησιμότητα μιας εξεταστικής επιτροπής - «θα προκαλέσει οξεία ένταση στην πολιτική ζωή του τόπου, σε μια χρονική στιγμή που χρειαζόμαστε ενωμένο και ισχυρό εσωτερικό μέτωπο εν όψει της κρίσιμης διαπραγμάτευσης με τους εταίρους και δανειστές μας» ανέφερε - ενώ παράλληλα σημείωνε ότι το πόρισμα μιας «επιτροπής διεθνώς αναγνωρισμένων οικονομολόγων, που θα απαρτίζεται από διακεκριμένους επιστήμονες (...) θα αποτελούσε ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί της χώρας στις δύσκολες συνομιλίες του προσεχούς Ιουνίου».
Στην πρόταση Μπακογιάννη, εξάλλου, απάντησε θετικά και ο επικεφαλής του Ποταμιού, Στ. Θεοδωράκης.
Ανοιχτοί στο ενδεχόμενο «παροχής στήριξης» στην κυβέρνηση
Συγκεκριμένα, δήλωσε ότι «εάν το σχέδιο είναι να κρατηθεί η Ελλάδα στην Ευρωζώνη, τότε θα παρέχουμε στήριξη. Η έξοδος από την Ευρωζώνη θα σήμαινε την καταστροφή». Τοποθέτηση που από πολλούς ερμηνεύτηκε ότι ανοίγει δρόμο ακόμα και σε συγκυβέρνηση, όπου θα μετέχουν ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ. Στο ίδιο μήκος κύματος, αρνούμενος την κριτική ότι δεν στηρίζει την κυβέρνηση, ο Αντ. Σαμαράς αντέτεινε ότι στήριξε και τα δύο νομοσχέδια που αυτή έφερε μέχρι στιγμής στη Βουλή.
Να σημειωθεί ότι λίγες μέρες πριν από την εν λόγω συνέντευξη του Αντ. Σαμαρά, είχε προηγηθεί η συνάντησή του με εκπροσώπους των ΣΕΒ, ΣΕΤΕ, ΕΣΕΕ, ΕΒΕΑ, οι οποίοι και του έθεσαν τις βασικές προτεραιότητες του εγχώριου κεφαλαίου...
Το πόση αξία έχει το γεγονός ότι ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Γ. Σακελλαρίδης, έσπευσε να αποκρούσει τα «σενάρια για κυβέρνηση μνημονιακής ενότητας» το δείχνουν τόσο η πείρα της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, που αφού «σφάζονταν» επί δεκαετίες, πήγαν σε συγκυβέρνηση που ψήφισε και υλοποίησε τα μνημόνια, γιατί αυτό απαιτούσαν οι ανάγκες του κεφαλαίου σε εκείνη τη φάση, όσο και η έμπρακτη αποδοχή του πυρήνα των «μνημονιακών» μέτρων από την τωρινή συγκυβέρνηση, καθώς και το πλήθος «μνημονιακών» παραγόντων, βουλευτών και συμβούλων που «μια χαρά» έχουν ήδη ενσωματωθεί στον ΣΥΡΙΖΑ και την κυβέρνηση...
Σε αυτό το πλαίσιο, και η «αντιπολιτευόμενη» τον Αντ. Σαμαρά εντός της ΝΔ, Ντόρα Μπακογιάννη, επέμεινε πριν από μερικές μέρες ότι στην παρούσα φάση η «χώρα» χρειάζεται περισσότερη «συνεργασία», εκτιμώντας ότι πιθανότατα ο Αλ. Τσίπρας θα χρειαστεί σύντομα να στηριχθεί σε μια ευρύτερη κοινοβουλευτική «φιλοευρωπαϊκή δύναμη».
Αντίστοιχα, στα μέσα Μάρτη, ο γραμματέας στρατηγικού σχεδιασμού και προγράμματος της ΝΔ, Μιλτ. Βαρβιτσιώτης, είχε υποστηρίξει ότι υπό «προϋποθέσεις» θα μπορούσε να υπάρξει συγκατοίκηση ΝΔ - ΣΥΡΙΖΑ στη διακυβέρνηση, εφόσον υπάρξουν «δραματικές» εξελίξεις στη διαπραγμάτευση με τους δανειστές και απαιτηθεί μια καινούρια πλειοψηφία από τη σημερινή Βουλή.
Συγκλίνουν στα περασμένα, συγκλίνουν και στα από εδώ και μπρος
Ανεξάρτητα
από τους διαγκωνισμούς μεταξύ των αστικών πολιτικών δυνάμεων και την
προσπάθειά τους να «δικαιωθούν» ως «ικανότεροι» στα μάτια της αστικής
τάξης, γίνεται όλο και πιο φανερό το υπαρκτό έδαφος για τη μεταξύ τους
συναίνεση, η σύγκλισή τους τόσο σε αυτά που έχουν γίνει μέχρι τώρα όσο
και σε αυτά που πρέπει να γίνουν από δω και πέρα, πάντα με γνώμονα τα
συμφέροντα του κεφαλαίου σε κάθε φάση.«Στο κάτω κάτω, εμείς παραλάβαμε την οικονομία με ελλείμματα 9,5% και ύφεση 7%. Τότε ήταν αναπόφευκτο να ληφθούν επώδυνα μέτρα», αναφώνησε στη συνέντευξή του στο «Βήμα» ο Αντ. Σαμαράς, δείχνοντας ότι στην προηγούμενη φάση η έμφαση στα περιοριστικά μέτρα ήταν αναγκαία για την έξοδο του κεφαλαίου από την κρίση.
Την ίδια «παραδοχή» όμως φρόντισε ουσιαστικά να κάνει και ο Αλ. Τσίπρας, όταν κατά τη συνάντησή του με την Α. Μέρκελ στο Βερολίνο παραδέχθηκε την «πρωτοφανή δημοσιονομική προσαρμογή» που πραγματοποιήθηκε μέσω του «προγράμματος διάσωσης» των προηγούμενων χρόνων, με την πρόσθετη δέσμευση μάλιστα ότι αυτή τη διαδικασία «μπορούμε να την προχωρήσουμε και να την ολοκληρώσουμε»...
Αντίστοιχα, τώρα που το κεφάλαιο αναζητά διεύρυνση της κρατικής στήριξης στην ανάκαμψη της κερδοφορίας και της ανταγωνιστικότητάς του, δεν υπάρχει αστικό επιτελείο που να μη μιλά για «τέλος της λιτότητας» (ενώ βέβαια θα παραμένει ο «λιτός βίος» για το λαό).
Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι βασικό στοιχείο της κριτικής της ΝΔ στην κυβερνητική «λίστα μεταρρυθμίσεων» που είδε το φως της δημοσιότητας είναι ότι περιλαμβάνει «υφεσιακά μέτρα» που δεν υπήρχαν στις προτάσεις της κυβέρνησης Σαμαρά, ενώ παράλληλα ο πρώην υπουργός Χρ. Σταϊκούρας τόνισε ότι το «μεγαλύτερο υφεσιακό μέτρο» που έχει ήδη πάρει η κυβέρνηση είναι η «μη απόδοση δαπανών στον ιδιωτικό τομέα. Κοινώς, στάση πληρωμών»...
***
Στην
αντίπερα όχθη από τους σχεδιασμούς του κεφαλαίου, ο λαός, όπως δεν έχει
κανένα λόγο να αποπροσανατολιστεί από τους «καβγάδες» των δυνάμεων της
αστικής διαχείρισης και τους εντεινόμενους ενδοαστικούς ανταγωνισμούς,
έτσι δεν πρέπει και να πατήσει την «μπανανόφλουδα» της «κοινωνικής
συναίνεσης» που του πετάνε στην παρούσα φάση τα επιτελεία του
συστήματος.
Κυριακή 5 Απρίλη 2015