Γράφει ο Cogito ergo sum //Όσοι εμπιστεύονται την ενημέρωσή τους στα τηλεοπτικά ψευτοδελτία ειδήσεων ή στις πουλημένες αστικές φυλλάδες των εργολάβων της ενημέρωσης (και όχι μόνο αυτής), έχουν σχηματίσει την εντύπωση ότι για τα κακά αυτού του τόπου φταίνε τρία πράγματα: ο ξεχαρβαλωμένος δημόσιος τομέας, οι υπερβολικές αμοιβές κάποιων βολεμένων υπαλλήλων και η φοροδιαφυγή των αυτοαπασχολουμένων (εμπόρων και ελεύθερων επαγγελματιών). Φυσικά, η αλήθεια βρίσκεται πολύ μακρυά από το σημείο όπου θέλουν να εστιάζουν ο Πρετεντέρης, ο Παπαδημητρίου ή ο Κύρτσος και οπωσδήποτε πολύ μακρύτερα από εκεί όπου υπεννοεί η πρόσφατη γελοία κουβέντα για τουρίστες που θα καλωδιώνονται και θα μετατρέπονται σε φορομπάτσους.
Όλα τα τερτίπια αυτής της κατευθυνόμενης «ενημέρωσης» δεν αποτελούν παρά επί μέρους τακτικές μιας γενικώτερης στρατηγικής, η οποία συνιστά μια καθ” όλα μεθοδευμένη και βρόμικη προπαγάνδα σε βάρος του συνόλου των εργαζομένων. Στόχος αυτής της στρατηγικής είναι να διαρραγεί ο κοινωνικός ιστός και να στραφούν η μία κατά της άλλης όλες οι κοινωνικές ομάδες, οι οποίες αποτελούν στο σύνολό τους θύματα της πολιτικής στήριξης του κεφαλαίου. Στόχος της, δηλαδή, είναι να ενεργοποιεί και να υποδαυλίζει αυτό που μάθαμε να αποκαλούμε «κοινωνικό αυτοματισμό».
Χαρακτηριστικό παράδειγμα όλης αυτής της διαδικασίας είναι τα περίφημα «τροφεία» της ΔΕΗ. Σηκώθηκε μπουχός, ξέσπασε αντάρα, πήραν φωτιά τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, βγήκαν δεκάδες ρεπορτάζ στα κανάλια, απλοί πολίτες ξεσπάθωσαν βρίζοντας όχι μόνο τον Φωτόπουλο αλλά συλλήβδην τους συνδικαλιστές και, γενικά, η κοινή γνώμη αισθάνθηκε βαθύτατη προσβολή από το γεγονός ότι κάποιοι εργαζόμενοι σε τούτον τον τόπο κατάφεραν να εξασφαλίσουν φαγητό αξίας 6 ευρώ την ημέρα. Μόνο που, παρά τα τόσα και τόσα που ειπώθηκαν και ακούστηκαν, ελάχιστοι κατάλαβαν ότι αυτά τα «τροφεία» αφορούσαν μόνο εκείνους που δουλεύουν στα λιγνιτωρυχεία κι όχι όλους τους εργαζομένους της ΔΕΗ. Οι περισσότεροι κατάλαβαν ότι κάτι τέτοια «τροφεία» φταίνε που οι λογαριασμοί της ΔΕΗ έχουν γίνει ανυπόφοροι. Ο «κοινωνικός αυτοματισμός» σε όλο του το μεγαλείο.
Η βρόμικη στρατηγική που προαναφέραμε έχει μια πολύ απλή λειτουργία. Στην αρχή, στοχοποιήθηκαν οι δημόσιοι υπάλληλοι. Παρουσιάστηκαν ως οι ιδιαίτερα ευνοημένοι μεταξύ των εργαζομένων και δέχτηκαν τόννους λάσπης από παντού. Ακούσαμε για την τεμπελιά τους, για τα μειωμένα τους ωράρια, για τις ανέσεις στους χώρους δουλειάς τους κλπ. Εν συνεχεία, επιχειρήθηκε η περαιτέρω διάσπασή τους, τόσο με το φαρμάκι που χύθηκε για διαφορές μεταξύ μονίμων και συμβασιούχων όσο και για τα υψηλά επιδόματα που κάποιοι απολαμβάνουν. Έτσι, τα «υπόγεια» έμαθαν να αλληλομισούνται με τα «ρετιρέ», δίχως να προσέχουν ότι στην ίδια ετοιμόρροπη πολυκατοικία έμεναν όλοι.
Μετά, μπήκε μπροστά το κόλπο με τους «προνομιούχους» των κλειστών επαγγελμάτων: οι μεταφορείς έγιναν εμπόδιο στους παραγωγούς, οι αγρότες έγιναν εχθροί των λιμενεργατών, οι γιατροί έγιναν εχθροί των ασθενών, οι εργαζόμενοι στις συγκοινωνίες αναδείχθηκαν σε μάστιγα του επιβατικού κοινού κλπ. Η κοινή γνώμη έπρεπε να πειστεί ότι για το ακριβό ψωμί έφταιγε ο φούρναρης της γειτονιάς και για το ακριβό φάρμακο ο φαρμακοποιός της γειτονιάς. Μόνον έτσι θα έδινε την συγκατάθεσή της να πουλάνε ψωμί και φάρμακα τα σουπερμάρκετ. Βέβαια, κανείς δεν θα υπενθύμιζε σ’ αυτή την δόλια κοινή γνώμη ότι τα σουπερμάρκετ μπορεί να φέρνουν κατεψυγμένο ψωμί από την Κίνα και δεν πουλάνε φάρμακα βερεσέ…
Με απλά λόγια, γίναμε μάρτυρες αλλεπάλληλων βομβαρδισμών κατασυκοφάντησης των εργαζομένων, μόνο και μόνο για να ευνοηθεί η πολιτική γενικευμένης μείωσης των αποδοχών τους και κατάλυσης κάθε έννοιας κοινωνικού κράτους. Κανένας δεν μας είπε μερικές απλές αλήθειες, όπως για παράδειγμα:
– Το κράτος έδινε τόσα χρόνια τα λογής-λογής επιδόματα, τα οποία ήρθε κατόπιν να ισοπεδώσει, μόνο και μόνο για να αντισταθμίσει εν μέρει τις μισθολογικές αυξήσεις που δεν έδινε. Μήπως πρέπει να θυμηθούμε εδώ ότι η αλήστου μνήμης ΑΤΑ (αυτόματη τιμαριθμική αναπροσαρμογή) δινόταν μόνο στον βασικό μισθό κι όχι στα επιδόματα;
– Το κράτος μείωνε τις ώρες εργασίας των εκπαιδευτικών, σε αντάλλαγμα των εξευτελιστικών μισθών που έδινε και συνεχίζει να δίνει. Δεν είναι μακρυά η εποχή που οι δάσκαλοι στα χωριά θεωρούνταν φουκαράδες και στήριζαν την επιβίωσή τους στην φιλανθρωπία του κόσμου. Η λαϊκή ρήση «πήρε το απολυτήριο με έναν τενεκέ λάδι» είναι χαρακτηριστική. Όσοι γνωρίζουν τον Μέλιο του Λουντέμη καταλαβαίνουν απόλυτα τι εννοώ.
– Το κράτος ευνόησε την ανάπτυξη των «κλειστών επαγγελμάτων», σε αντάλλαγμα για τις ευτελέστατες -έως ανύπαρκτες- παροχές του. Οι συντάξεις πείνας του ΤΕΒΕ, του ΤΣΑ ή του Ταμείου Εμπόρων (ΤΑΕ) έχουν μείνει παροιμιώδεις.
Το πιο ωραίο τερτίπι της στρατηγικής του «κοινωνικού αυτοματισμού» ήταν οπωσδήποτε η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων. Αφού προηγήθηκε επίμονη και διαρκής πλύση εγκεφάλου της κοινής γνώμης περί «υδροκέφαλου κράτους», περί «βολεμένων» και «τεμπέληδων» αλλά και περί «άχρηστων» που γίνονταν βαρίδια στα πόδια της κοινωνίας και δεν την άφηναν να αναπτυχθεί, μπήκε μπρος η φάμπρικα της «διαθεσιμότητας». Η κοινή γνώμη έπρεπε να πειστεί ότι ήταν άδικο να απολαμβάνουν ασυλία οι δημόσιοι υπάλληλοι, την ώρα που στον ιδιωτικό τομέα οι απολύσεις έπεφταν βροχή. Μόνο που η ταλαίπωρη κοινή γνώμη δεν έμαθε ποτέ ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι στην Ελλάδα δεν ήσαν ποτέ περισσότεροι από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, όπως δείχνει το διάγραμμα (εννοείται ότι μετά από πέντε χρόνια μνημόνια, με τις απολύσεις που έχουν γίνει και με τις προσλήψεις που δεν έχουν γίνει, η κατάσταση έχει αλλάξει και το 22% του διαγράμματος έχει γίνει 14%):
Πέρα, όμως, από όσα δεν ειπώθηκαν, είναι και τα ψέμματα τα οποία μας σέρβιραν. Για παράδειγμα, κοντέψαμε να παλαβώσουμε ακούγοντας τον Μανδραβέλη, τον Κώνστα και την Μακρή να μας μιλάνε για εργαζομένους του ΟΣΕ με ετήσιες αποδοχές 70-80.000 ευρώ. Αυτό, βέβαια, το οποίο απεδείχθη με την δημοσιοποίηση των ακριβών στοιχείων έτους 2009 (προ μνημονίων, δηλαδή) για την μισθοδοσία στο δημόσιο, ανατρέπει ολόκληρη τη φιλολογία των κυβερνώντων και των ενεργούμενών τους στα ΜουΜουΕ. Πράγματι, τα στοιχεία για τις αποδοχές των περίπου 760 χιλιάδων εργαζομένων στο δημόσιο είναι αποκαλυπτικά: το 80% είχαν συνολικό μικτό εισόδημα μέχρι 2.078 ευρώ (απ” αυτούς, σχεδόν οι 3 στους 4 είχαν μικτό μηνιαίο εισόδημα κάτω από 1640 ευρώ), το 10% είχε μικτές αποδοχές μέχρι 2.418 ευρώ και μόνο το υπόλοιπο 10% είχε υψηλότερες αποδοχές! Αυτά το 2009, πριν κοπούν δυο μισθοί (δώρα εορτών και επιδόματα αδειών) και πριν αρχίσουν τα τσεκουρώματα και οι μειώσεις. Επαναλαμβάνω δε ότι τα ποσά αφορούν μικτές αποδοχές, όχι τα λεφτά που πήγαινε στην οικογένειά του ο κάθε εργαζόμενος.
Το γεγονός ότι αποκαλύπτονταν ψεύδη για το επίπεδο των αμοιβών των εργαζομένων στο δημόσιο, καθόλου δεν εμπόδιζε τις κυβερνήσεις να επιχειρούν συνεχείς μειώσεις των αποδοχών τους. Προβάλλοντας ως πρόσχημα αφ’ ενός το μεγάλο δημόσιο χρέος και την ανάγκη συνέχισης των κανονικών πληρωμών του αφ’ ετέρου δε το λαϊκίστικο «με τέτοια ανεργία, δεν μπορείτε εσείς να παίρνετε τόσα» (λες και για την ανεργία ευθύνονταν κάποιοι εξωγήινοι!), ισοπέδωσαν τους μισθούς προς τα κάτω. Όπως έλεγαν, έπρεπε να μειωθεί ακόμα περισσότερο το συνολικό κονδύλι για μισθούς σε σχέση με το ΑΕΠ της χώρας. Μόνο που κι εδώ έλεγαν ψέμματα:
– Το 1990, για τους μισθούς και τις συντάξεις των 633.522 εργαζομένων και συνταξιούχων του δημόσιου τομέα, η κοινωνία πλήρωνε το 14,1% του ΑΕΠ της χώρας.
– Το 2000, με εργαζόμενους και συνταξιούχους να έχουν φτάσει τα 769.704 άτομα, οι μισθοί και οι συντάξεις τους είχαν περιοριστεί στο 10,1% του ΑΕΠ.
– Το 2009, με το σύνολο των αμειβομένων από το δημόσιο να φτάνει στα 914.946 άτομα και το ΑΕΠ να παρουσιάζει κάμψη, το αντίστοιχο ποσοστό ήταν όλο κι όλο γύρω στο 9%.
Για το παραμύθι περί «σπάταλου κράτους», πάνω στο οποίο στηρίχτηκε η κατεδάφιση κάθε έννοιας σχετικής με κοινωνικές παροχές, πρόνοια, υγεία κλπ, ας αφήσουμε να μιλήσει το σχετικό διάγραμμα. Είναι λαλίστατο…
Θα μπορούσα να πω πολλά ακόμη αλλά δεν υπάρχει λόγος. Το γεγονός είναι ότι ο λαός πρέπει να είναι ενωμένος για να αντιμετωπίσει τις αλλεπάλληλες επιθέσεις τις οποίες δέχεται και οι οποίες δεν προβλέπεται να μειωθούν. Στον κακοπληρωμένο δημόσιο υπάλληλο δεν φταίει ο έμπορος που «κλέβει», στον εξαθλιωμένο ελεύθερο επαγγελματία δεν δημιουργεί βάρος ο αγρότης που «κονομάει» από τις επιδοτήσεις, στον έμπορο που παλεύει με νύχια και με δόντια να αποφύγει το λουκέτο δεν είναι αντίπαλος ο κακοπληρωμένος δάσκαλος που «κάθεται» 3 μήνες τον χρόνο και στον ιδιωτικό υπάλληλο της «ελαστικής απασχόλησης» δεν στέκεται εμπόδιο ο φορτηγατζής, ο φαρμακοποιός ή ο λιμενεργάτης. Ο εργάτης είναι πάντα εργάτης και ο αντίπαλός του δεν μπορεί να ανήκει στην τάξη του. Ο αντίπαλος είναι απέναντι.