"Μέθυσαν
κάποιοι αριστεροί φίλοι από το κρασί της εκλογικής νίκης του ΣΥΡΙΖΑ και πάνω
στο μεθύσι τους άρχισαν τους «παραλογισμούς». Στο ιστολόγιο και στον γράφοντα καταλογίζουν ότι
αντιμετωπίζουμε εχθρικά και με πικρόχολα σχόλια τη νέα κατάσταση που άρχισε να διαμορφώνεται
μετά την ανακοίνωση των εκλογικών αποτελεσμάτων. Έτσι ας μου επιτραπεί το πρώτο πρόσωπο καθώς (και) αυτό το κείμενο
δεν διεκδικεί δάφνες πολιτικής ανάλυσης αλλά μια από καρδιάς και ντόμπρα
τοποθέτηση.
Σε
αντίθεση με τις αντοχές μας ―που άλλοι
είναι αυτοί που τις «δοκιμάζουν»―, ο καθένας μας χαράζει τις δικές του ανοχές·
ο καθένας βάζει τα δικά του όρια στις προσδοκίες και στα θέλω του, και ―καλώς ή
κακώς― πολλές φορές δεν συμπίπτουν με τα όρια που βάζουν οι άλλοι. Και όσο αυτά
τα όρια «χαλαρώνουν», στενεύουν ταυτόχρονα
τα όρια της απογοήτευσης και της απαισιοδοξίας. Αυτό δεν είναι κάποια
«ανακάλυψη» του γράφοντα αλλά διαπίστωση που προέρχεται από την πείρα που μάς
φορτώνει ―θέλουμε και μη― η ζωή, και καλούμαστε κάθε τόσο να την αξιοποιήσουμε
βγάζοντας συμπεράσματα έτσι που να αποφεύγουμε να επαναλαμβάνουμε τα ίδια λάθη.
Και
μιας και πρέπει να τονίζουμε και τα αυτονόητα:
Ναι!
Χαίρομαι που έπεσε η πιο μισητή, ίσως, κυβέρνηση των τελευταίων δεκαετιών.
Ναι!
Χαίρομαι που ξεφορτωθήκαμε από την πλάτη μας σε θέσεις εξουσίας (προς το παρόν
ή για μεγάλο διάστημα θα φανεί) καισαρίσκους, ναπολεοντίσκους, φυρερίσκους, τύπους
που «σαν χέλια γλοιώδικα έχουν πουληθεί», οχιές, κουτσαβάκια και κουραδόμαγκες.
Ναι!
Χαίρομαι να βλέπω τα ξινισμένα μούτρα
αυτών που δεν κατάφεραν να ξαναπεράσουν το κατώφλι της βουλής εξαιτίας ―και― του
εκλογικού νόμου που προβλέπει «μπόνους» 50 εδρών στο πρώτο κόμμα, που ―και― οι
ίδιοι ψήφισαν.
Ναι!
Χαίρομαι με τις αμήχανες (στην «καλύτερη» περίπτωση) αντιδράσεις των
τηλεπαπαγάλων που πριν τις εκλογές «έλιωναν» τον Σαμαρά από το πολύ γλείψιμο, ανεβάζοντας
στο κόκκινο τα «γράδα» μου.
Ποτέ
δεν κατάλαβα γιατί κάποιοι καλοπροαίρετοι φίλοι (αναφέρομαι μόνο σε αυτούς, τους
άλλους τους αφήνω στην τύχη τους) βάζουν στη ζυγαριά τις αναρτήσεις του “Οικοδόμου”,
μετρώντας πόσες φορές περισσότερο ασχολήθηκα
με τον ΣΥΡΙΖΑ, από την κυβέρνηση και τα
κόμματά της, ζητώντας μου με «τρόπο» να απολογηθώ γι’ αυτό. Αντίθετα, θα
καταλάβαινα την κριτική τους (και θα την συζητούσα) αν αφορούσε στον τρόπο που
αντιμετωπίστηκαν από εδώ οι θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ· η πολιτική που εκφράζει και τώρα
καλείται να εφαρμόσει ως κυβέρνηση, αυτό που τέλος πάντων πρεσβεύει ο
συγκεκριμένος πολιτικός οργανισμός και ο ρόλος ―ακόμα και ιστορικά αν θέλουν οι
φίλοι να το δουν― ενός τέτοιου κόμματος στην απορρόφηση των «ανεπιθύμητων
κραδασμών» και την μακροημέρευση του συστήματος της εκμετάλλευσης. (Ας με
συγχωρήσουν εδώ οι φίλοι, δεν μπορούσα να γράψω «καπιταλισμός» λιγότερο
ξύλινα).
Οι
πιέσεις που δεχόμαστε (βάζω και τη μετριότητά μου μέσα) τα τελευταία
εικοσιτετράωρα ο κόσμος του ΚΚΕ από τους θριαμβευτές των εκλογών (με
επικοινωνιακές κινήσεις εντυπωσιασμού και προσεχτικά διατυπωμένες δηλώσεις) είναι
μεγάλες. Πιέσεις που στοχεύουν στην «καρδιά» του θυμικού των κομμουνιστών (μέλη
αλλά και φίλοι του κόμματος) με προσφορά στο κίνημα που διαπαιδαγωγήθηκαν με ιδανικά,
αρχές και αξίες που αντρώθηκαν και άντεξαν τις κακουχίες στο πέρασμα του χρόνου
και μετρήθηκαν με κόπους και θυσίες και με χιλιάδες νεκρούς και σακατεμένους
ήρωες. Αλλά και πολλών χιλιάδων αγωνιστών που βρίσκονται δίπλα στο κόμμα,
στηρίζοντάς το με τη συμμετοχή και τη δράση τους στο κίνημα και με την ψήφο τους σε κάθε
εκλογική αναμέτρηση. Ένας κόσμος που εκτός από αγωνιστικότητα και αντοχές έχει
και συγκεκριμένα «αντανακλαστικά» και ανθρώπινες αδυναμίες που «δοκιμάζονται»
αυτές τις μέρες και ―ας διαψευστώ― θα «δοκιμαστούν» ακόμα περισσότερο στο μέλλον.
Η
επίθεση «φιλίας» του ΣΥΡΙΖΑ προς το ΚΚΕ που έφτασε στο αποκορύφωμά της πριν από
τις εκλογές του 2012, συνεχίστηκε ―με μικρότερη όμως ένταση― και στην πρόσφατη
προεκλογική περίοδο, με τα δυο κόμματα όμως σαφώς πιο έμπειρα να αντιμετωπίσουν
τα νέα δεδομένα που προέκυψαν στο μεταξύ των δυο περιόδων διάστημα. Το ΚΚΕ με
μια σαφέστατη «μονομπλόκ» στάση και επιχειρήματα που πηγάζουν από την ιστορική
καταγραφή αλλά και τις σχετικά πρόσφατες εμπειρίες του από τη συμμετοχή του σε
κυβέρνηση διαχειριστική του συστήματος, όχι μόνο αμύνθηκε σθεναρά, αλλά από την
πρώτη στιγμή πέρασε στην αντεπίθεση αποκαλύπτοντας σε τι απέβλεπε μια κυβερνητική συνεργασία με το
ΣΥΡΙΖΑ και πόσο ο λαός θα έβγαινε ζημιωμένος μεσοπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα από
μια τέτοια εξέλιξη.
Στη
συνέχεια η επίθεση του ΣΥΡΙΖΑ εξελίχτηκε σε κατά μέτωπο και χωρίς κανόνες που…
όπως συνηθίζεται σε τέτοιες περιπτώσεις (βλ. πχ δεκαετία του ’80),
επικεντρώνεται στην τακτική των χτυπημάτων κάτω από τη μέση. Το κυβερνητικό πια
κόμμα επιχειρώντας να απαλλοτριώσει τα αντανακλαστικά των κομμουνιστών, αλλά
και τα αριστερά-προοδευτικά αντανακλαστικά μεγάλης μερίδας του λαού, χτίζει πάνω σ’ αυτά το προφίλ μιας «Αριστεράς» η
οποία έρχεται από το παρελθόν ως συνεχιστής των οραμάτων των αγωνιστών της
Εθνικής Αντίστασης και των μαχητών του τιμημένου ΔΣΕ. Δεν δίστασε να
επιχειρήσει να εξαργυρώσει και υπολείμματα
παρελθούσης αγωνιστικότητας και «αριστεροσύνης» (βλ. προεκλογικά κείμενο στήριξης στη
βουλευτή Νάντια Βαλαβάνη από «πρώην ΚΚΕ, αγωνιστές του αντιδικτατορικού αγώνα»)
προκειμένου να αυξήσει τα ποσοστά του. Θολώνοντας ασφαλώς τα νερά, γιατί κάτω
από αυτά μάζευε στις τάξεις του τα ορφανά της ΠΑΣΚΕ, πικραμένους του πάλαι ποτέ
δικομματισμού, των ΑΝΕΛ και από άλλους χώρους· στελέχη με πολυετή διαδρομή σε
αστικά κόμματα που φέρουν και προσωπική ευθύνη
για την σημερινή κατάσταση, αλλά και που, κάποια από αυτά, ψήφισαν ακόμα
και τα μνημόνια, πάνω στα οποία βασίστηκαν οι τελευταίες προεκλογικές
«αντιμνημονιακές» εκστρατείες του ΣΥΡΙΖΑ (…σκίζω, διαγράφω,
επαναδιαπραγματεύομαι κοκ).
Αυτά
πολλοί αριστεροί φίλοι δεν τα έβλεπαν ή έκαναν ότι δεν τα βλέπουν, ή ―ασφαλώς
τα έβλεπαν και― ήλπιζαν, ή ακόμα πιστεύουν ότι αποτελούσαν ένα «αναγκαίο κακό»
που θα αφαιρούσε σκαλοπάτια από την ανάβαση του ΣΥΡΙΖΑ προς τους κυβερνητικούς θώκους.
Όπως δεν έβλεπαν και τα άλλα, τα σημαντικότερα, όπως οι οβιδιακές μεταμορφώσεις
των θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ που προηγούνταν ή ακολουθούσαν πάντα τις ανάλογες
δεσμεύσεις της ηγεσίας του προς τα κέντρα των αποφάσεων σε Ελλάδα και διεθνώς.
Και
φτάσαμε στις εκλογές. Τον κόσμο του ΚΚΕ δεν κατάφεραν να τον υπερφαλαγγίσουν.
Το κόμμα άντεξε στην πίεση συγκρατώντας τον κύριο όγκο των ψηφοφόρων του, και
―δειλά δειλά― αύξησε το ποσοστό του.
Τα
υπόλοιπα τα ζούμε τα τελευταία εικοσιτετράωρα. Σαν έτοιμη από καιρό και με κινήσεις
θαυμαστού αυτοματισμού σχηματίστηκε
κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Ο νέος πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας επισκέφτηκε μετά την
ορκωμοσία του το θυσιαστήριο της Καισαριανής και οι υπουργοί του, ως είθισται
μετά την παραλαβή των χαρτοφυλακίων τους, κάνουν δηλώσεις στα ΜΜΕ. Κάποιες από
αυτές με μια πρώτη ματιά σκορπίζουν αισιοδοξία που, όπως συμβαίνει σχεδόν
πάντα, επισκιάζει την ορθή κρίση.
Ένα
παράδειγμα: Ο αναπληρωτής υπουργός Υγείας Ανδρέας Ξανθός υποσχέθηκε σήμερα την «πρόσβαση
των ανασφάλιστων σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, εργαστηριακές εξετάσεις,
φάρμακα και νοσηλεία, χωρίς εμπόδια». Πολύ καλό νέο. Είναι όμως αληθινό; Αν
ανατρέξει κάποιος στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ διαβάζει ότι θα διατεθούν «350 εκ.
ευρώ για τη δωρεάν ιατροφαρμακευτική
περίθαλψη σε ανασφάλιστους και άνεργους». Αλλά για να μη ξεφύγει αυτό το
σημείωμα από το θέμα του δείτε μόνοι σας εδώ τα στοιχεία και βγάλτε συμπέρασμα.
Παραδείγματα
σαν το προηγούμενο υπάρχουν πολλά. Και δεν «στοιχειοθετούνται» από τις «κακές
προθέσεις» του “Οικοδόμου” αλλά από την αναντιστοιχία δηλώσεων και
προγραμματικών θέσεων (σε δεύτερο πλάνο βέβαια, αφού έχουν προηγηθεί ήδη οι όρκοι πίστης σε ΕΕ και κεφάλαιο) που αν κανείς τις διαβάσει προσεχτικά μπορεί
να ψηλαφίσει και μέχρι που φτάνουν οι «φιλολαϊκές» διαθέσεις των κυβερνώντων. Σας
φτάνει να εύχεστε «αχ, τι καλά που θα ’τανε να ’βγαινε αληθινό»; Εμένα δε μου
φτάνει.
Γιατί
επέλεξε ο πρωθυπουργός Τσίπρας να επισκεφτεί τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή τα
τιμημένα και αιματοποτισμένα χώματα της Καισαριανής; Τι κάνει «νιάου» στα
κεραμίδια; Ασφαλώς και είχε κάθε δικαίωμα να πάει και να προσκυνήσει στο
μνημείο των ηρώων, και δεν θα ρωτούσε τους κομμουνιστές για να το πράξει. Όμως,
όταν νωρίτερα δεν άφησε «απροσκύνητο» κανένα «μνημείο» ιμπεριαλιστικού οργανισμού
και κέντρου αποφάσεων, τη συγκεκριμένη ενέργεια δεν μπορώ να μη την εκλάβω ενταγμένη
στα πλαίσια της επικοινωνιακής πολιτικής, της προσωπικής του και του κόμματός
του. Αποτέλεσμα αυτής της επίσκεψης ήταν κάποιοι να τσιμπήσουν. Και όταν συζητάς μαζί τους και «στριμώχνονται» από τα
επιχειρήματα, να σου λένε «μου φτάνει και αυτό που έκανε». Να με συγχωρήσουν αλλά
εμένα δεν μου φτάνει.
Και
γενικότερα όμως, παρακολουθώντας κανείς όλη αυτή τη συζήτηση στα
τηλεπαράθυρα γύρω από τον πολιτικό όρκο, τις γραβάτες, τα κάγκελα της
πλατείας
Συντάγματος και τόσα άλλα που «προκύπτουν» κάθε ώρα που περνά, θα δει
ότι
περνούν στα ψιλά δηλώσεις όπως του πρωθυπουργού Τσίπρα: «δεν θα έρθουμε
σε
καταστροφική ρήξη με την ΕΕ. Θα διαψεύσουμε τις Κασσάνδρες» (θυμίζω σε
όσους
ξέχασαν και τι έλεγε προεκλογικά ο Τσίπρας: «Θα το πω με όλη τη δύναμη
της
ψυχής μου ότι η Ελλάδα ανήκει στη Δύση και στο ΝΑΤΟ»), του υπουργού
Βαρουφάκη
ότι «θα ζήσουμε λιτό βίο με αξιοπρέπεια», του υπουργού Αποστόλου ότι
«είτε
αρέσει είτε όχι θα χρησιμοποιήσουμε την ΚΑΠ ως εργαλείο» (όπου ΚΑΠ= η
Κοινή
Αγροτική Πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης που κατέστρεψε την ελληνική
γεωργία και
ξεκλήρισε την αγροτιά) κ.ά. Εκτός και αν οι αριστεροί φίλοι μπορούν να
καταπιούν αμάσητο ότι στη νέα κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δύο στους δέκα «υπερ»υπουργούς και δύο
υφυπουργοί είναι «σκληροί» ΠΑΣΟΚοι με βαρυφορτωμένο «βιογραφικό» στη χάραξη και
άσκηση αντιλαϊκών πολιτικών. Αφού βέβαια μπόρεσαν να καταπιούν την «κυβέρνηση της Αριστεράς» με τη συμμετοχή
προσώπων που ελέγχονται για ακροδεξιές θέσεις. Εγώ δεν τα καταφέρνω. Και γι’
αυτό με προσβάλλει ο κομπασμός (σε πρωινό τηλεπαράθυρο σήμερα) του κορυφαίου
στελέχους του ΣΥΡΙΖΑ, βουλευτή Μπαλάφα «μην είσαστε μίζεροι, κακομοίρηδες,
μεμψίμοιροι και πάθουμε καμιά κατάθλιψη και πάμε στα ψυχοφάρμακα»!
Εντάξει
δεν θα μείνουμε στα λόγια (έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν το κάναμε). Και αυτή η
κυβέρνηση θα κριθεί από το έργο της. Από την τήρηση ή μη των δεσμεύσεών της και
από το ύφος και το ήθος των μελών της
στην άσκηση της εξουσίας. Θα κριθεί από τον καθένα ξεχωριστά και αναλόγως του
πόσο μεγάλη είναι η απόσταση που χωρίζει τις προσδοκίες του από την ανοχή
του. Θα κριθεί από την ύπαρξη ή όχι από τη μεριά μας αρχών, αξιών
και αντιστάσεων, αλλά και από τη διάθεση που θα επιδείξει ο καθένας μας για την
υπεράσπισή τους. Από τον αριθμό των σκαλοπατιών που θα κατεβεί στην κλίμακα των
υποχωρήσεων-παραχωρήσεων και τελικά από το αν και με ποιο ρόλο είναι
διατεθειμένος ο καθένας να συμμετέχει σε όλο αυτό το σκηνικό του οποίου μέχρι
αυτή τη στιγμή παραμένει θεατής. Γιατί, όπως συμβαίνει πάντα, όταν τα φώτα της
γιορτής σβήσουν η ζωή θα συνεχίσει να μας τραβάει επίμονα από το μανίκι.
Πολύ
θα ήθελα να έχω την καλή διάθεση και να ευχηθώ «καλή επιτυχία» στην κυβέρνηση·
όχι για μένα, αλλά για τη φουκαριάρα τη χώρα μου. Όμως στη χώρα «μου» μια
χούφτα παράσιτα ζούνε στη χλιδή και εκατομμύρια άνθρωποι στενάζουν. Άρα η επιτυχία δεν μας αφορά το ίδιο όλους. Θα είχα ―έχω―
όλη την καλή διάθεση να ζήσω «λιτό βίο με αξιοπρέπεια» και, να προσθέσω ακόμα:
περισσότερες στερήσεις και θυσίες. Όχι όμως σήμερα και όχι γιατί μου το ζητούν οι «Βαρουφάκηδες» και η «σταθερότητα» των
τραπεζών, αλλά μόνο στη μεταβατική εποχή που η τάξη μου θα χτίζει την εξουσία
της.
Ας
με συγχωρήσουν οι φίλοι που δεν δείχνω απέναντι στη νέα κυβέρνηση την ίδια «κατανόηση» με αυτούς. Τα
όνειρα και τα θέλω μου μπορώ να τα μοιραστώ μαζί τους, όχι όμως και να τα νοικιάζω στον
καθένα. Χωρίς διάθεση και ύφος συμβουλευτικό ―και σχεδόν βέβαιος ότι θα
παρεξηγηθώ― θα τους έλεγα να πατήσουν στη γη και να μετρήσουν το μπόι τους.
Σε
όσους οι καρδιές μας χτυπάνε στον ίδιο
ρυθμό, καλό κουράγιο".
Προτείνετε το άρθρο σε .....